-
1 синтетический
επ.1. συνθετικός•синтетический метод исследования συνθετική μέθοδος έρευνας.
2. (χημ.) ενωτικός•синтетический каучук συνθετικό καουτσούκ.
3. ενωμένος, συγκροτημένος. || τυποποιημένος, γενικός, γενικευμένος.4. (γλωσ.) κλιτός•-ие языки οι κλιτές γλώσσες.
-
2 жир
το λίπ/ος, το πάχοςτο ξύγκιкостный - οστών, το οστεόλιποςпищевые - ы - η τροφής, τα εδώδιμα - ηрыбий - το ιχθυέλαιο, το ψαρόλαδο, το μου-ρουνέλαιο, το μουρουνόλαδο, синтетический - συνθετικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жир
-
3 каучук
το καουτσούκ (ξεν.)листовой - σε έλασμα/φύλλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > каучук
-
4 каучук
-а α.καουτσούκ•синтетический - συνθετικό καουτσούκ.
-
5 каучук
каучукм τό καουτσούκ, τό ἐλαστικόν κόμμι:синтетический \каучук τό συνθετικό καουτσούκ.